- στομώνω
- στομῶ, -όω, ΝΜΑ [στόμα]βυθίζω πυρακτωμένο εργαλείο από σίδηρο σε νερό για να γίνει ανθεκτικότερο ή καλύπτω τις ακμές του με χάλυβα, κν. βάφω (α. «στομώνω την αξίνα» β. «ἔγχος ἐστομωμένον», επιγρ.)νεοελλ.1. (αμτβ.) γίνομαι αμβλύτερος, λιγότερο κοφτερός («στόμωσε το μαχαίρι και δεν κόβει καλά»)2. αποστομώνω κάποιον, τόν αναγκάζω να σωπάσει («τόν στόμωσε με τις βρισιές της»)νεοελλ.-μσν.(μτβ.) αμβλύνω εργαλείο, τό κάνω λιγότερο κοφτερό («στόμωσα το ψαλίδι κόβοντας χαρτόνια»)αρχ.1. φιμώνω, κλείνω το στόμα κάποιου («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῑρας ὀπίσω δήσαντες καὶ στομώσαντες», Ηρόδ.)2. ανοίγω στόμιο, δημιουργώ άνοιγμα («λιμένα στομοῡν», Πολυδ.)3. κάνω διάνοιξη με χειρουργική επέμβαση ή με φάρμακα σε όργανο που έχει πάθει στένωση4. μτφ. προλέγω5. καθιστώ κάποιον ικανότερο στο να μιλάει, τού μαθαίνω να χρησιμοποιεί με ευστροφία τον λόγο6. ασκώ, εκπαιδεύω κάποιον σε κάτι7. σχηματίζω φραγμό («άκοντισταῑς τήν ούραγίαν και τὰς πλευρὰς στομοῡν», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.